- πλασματίας
- πλασμᾰτ-ίας, ου, ὁ,A fabricated, fictitious,
ἄτοπος καὶ π. ὁ λόγος Arist. GA734a33
, cf. 769a36, Metaph. 1076a39.II one addicted to invention, Plu.Cam.22.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄτοπος καὶ π. ὁ λόγος Arist. GA734a33
, cf. 769a36, Metaph. 1076a39.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλασματίας — πλασματίᾱς , πλασματίας fabricated masc acc pl πλασματίᾱς , πλασματίας fabricated masc nom sg (attic epic doric aeolic) πλασματίᾱς , πλασματίης masc acc pl πλασματίᾱς , πλασματίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλασματίας — ὁ, Α 1. πλαστός, ψεύτικος 2. αυτός που είναι επιρρεπής στις επινοήσεις και στα ψέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάσμα, ατος + επίθημα ίας (πρβλ. τραυματ ίας)] … Dictionary of Greek
πλασματίαν — πλασματίᾱν , πλασματίας fabricated masc acc sg (attic epic doric aeolic) πλασματίας fabricated masc acc sg πλασματίᾱν , πλασματίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) πλασματίης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)